Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το όπλο 2)

См. также в других словарях:

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — το 1. καθετί που χρησιμεύει για μέσο επίθεσης, άμυνας στη μάχη, σε συμπλοκή, σε κυνήγι. 2. σώμα στρατού με ορισμένη αποστολή κατά τον πόλεμο: Τα τρία όπλα είναι Στρατός, Ναυτικό και Αεροπορία. 3. φρ., «Σήκωσαν (ή πήραν) τα όπλα», επαναστάτησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • αιγανέα — Όπλο των ομηρικών χρόνων που έμοιαζε με ακόντιο, αλλά είχε μεγαλύτερη αιχμή και το χρησιμοποιούσαν για εξάσκηση ή για το κυνήγι …   Dictionary of Greek

  • βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… …   Dictionary of Greek

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»